σαβελλιανισμός

σαβελλιανισμός
ο, Ν
θρησκειολ. αιρετική διδασκαλία τού Σαβελλίου, αιρετικού από την Πεντάπολη τής Λιβύης που έζησε κατά τον 3ο μ. Χ. αιώνα, κατά την οποία τα τρία πρόσωπα τής Αγίας Τριάδας είναι απλά ονόματα, δεν έχουν αναφορά στην ουσία τού Θεού, ότι, δηλαδή, ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα δεν αποτελούν τρεις υποστάσεις που διακρίνονται μεταξύ τους, αλλά τρεις τρόπους έκφανσης τού ενός και τού αυτού θεού, ο οποίος εμφανίστηκε ως Πατέρας στη δημιουργία, ως Υιός στην απολύτρωση και ως Άγιο Πνεύμα στην Εκκλησία, αλλ. τροπικός μοναρχιανισμός ή πατροπασχητισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Σαβελλιανός + -ισμός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Σαβελλισμός — ὁ, Α [σαβελλίζω] ο σαβελλιανισμός …   Dictionary of Greek

  • Σαβέλλιος — Αιρετικός του 3ου αι. από την Πεντάπολη της Λιβύης, για τη ζωή του οποίου έχουμε ελάχιστες πληροφορίες. Νέος ακόμα πήγε στη Ρώμη στα χρόνια του πάπα Ζεφυρίνου (212 217) και τέθηκε επικεφαλής της εκεί πατροπασχιτικής μερίδας, που είχε ιδρύσει ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”